Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ματικάπι — το είδος τρυπανιού τών ξυλουργών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. matkap] … Dictionary of Greek
ματικάπι — το ιού, το τρυπάνι, η αρίδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)